Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γεράτης
γεργαθός
γέργερα
γεργέριμος
γεργέρινος
γέργυρα
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
γέρην
Γερήνιος
γερηφορία
γερηφόρος
γερθυρέον
View word page
γέργυρα
γέργυρα,
A). v. γόργυρα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γέργυρα
Headword (normalized):
γέργυρα
Headword (normalized/stripped):
γεργυρα
IDX:
21973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21974
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γέργυρα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γόργυρα</span> .</div> </div><br><br>'}