Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεραός
γεραόχος
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γεράτης
γεργαθός
γέργερα
γεργέριμος
γεργέρινος
γέργυρα
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
γέρην
Γερήνιος
View word page
γέργερα
γέργερα· πολλά, Hsch. (γέργενα cod., cf. Varr. LL 5.11 ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γέργερα
Headword (normalized):
γέργερα
Headword (normalized/stripped):
γεργερα
IDX:
21970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γέργερα·</span> <span class="foreign greek">πολλά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">γέργενα</span> cod., cf. Varr.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">LL</span> 5.11 </span>).</div><br><br>'}