Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραός
γεραόχος
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γεράτης
γεργαθός
γέργερα
γεργέριμος
γεργέρινος
γέργυρα
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
View word page
γεραστός
γεραστός, , όν,
A). honoured, EM 227.43 .


ShortDef

honoured

Debugging

Headword:
γεραστός
Headword (normalized):
γεραστός
Headword (normalized/stripped):
γεραστος
IDX:
21966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεραστός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">honoured,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 227.43 </span>.</div> </div><br><br>'}