Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γεράνειον
γερανίας
γερανίζω
γεράνιον
γερανίς
γερανίτης
γερανοβοσία
γερανοβωτία
γερανογέρων
γερανομαχία
γερανοπόδιον
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραός
γεραόχος
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
View word page
γερανοπόδιον
γερᾰνο-πόδιον
,
A).
=
λυχνίς
, Ps.-
Dsc.
3.100
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γερανοπόδιον
Headword (normalized):
γερανοπόδιον
Headword (normalized/stripped):
γερανοποδιον
IDX:
21955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21956
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γερᾰνο-πόδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λυχνίς</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.100 </span>.</div> </div><br><br>'}