Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Γεραίστιος
γεραίτερος
γεραλέος
γεράνδρυον
γεράνειον
γερανίας
γερανίζω
γεράνιον
γερανίς
γερανίτης
γερανοβοσία
γερανοβωτία
γερανογέρων
γερανομαχία
γερανοπόδιον
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραός
γεραόχος
View word page
γερανοβοσία
γερᾰνο-βοσία, , = sq., Poll. 9.16 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γερανοβοσία
Headword (normalized):
γερανοβοσία
Headword (normalized/stripped):
γερανοβοσια
IDX:
21951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21952
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γερᾰνο-βοσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 9.16 </a>.</div><br><br>'}