Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεοῦχος
γέραδος
γεραίομαι
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γέραιρα
γεραίρω
Γεραίστιος
γεραίτερος
γεραλέος
γεράνδρυον
γεράνειον
γερανίας
γερανίζω
γεράνιον
γερανίς
γερανίτης
γερανοβοσία
γερανοβωτία
View word page
γεραίτερος
γεραίτερος, γεραίτατος, Comp. and Sup. of γεραιός (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεραίτερος
Headword (normalized):
γεραίτερος
Headword (normalized/stripped):
γεραιτερος
IDX:
21942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεραίτερος</span>, <span class="orth greek">γεραίτατος</span>, Comp. and Sup. of <span class="foreign greek">γεραιός</span> (q. v.).</div><br><br>'}