Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραίομαι
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γέραιρα
γεραίρω
Γεραίστιος
γεραίτερος
γεραλέος
γεράνδρυον
γεράνειον
γερανίας
γερανίζω
γεράνιον
γερανίς
γερανίτης
γερανοβοσία
View word page
Γεραίστιος
Γεραίστιος,
A). v. Γεράστιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Γεραίστιος
Headword (normalized):
γεραίστιος
Headword (normalized/stripped):
γεραιστιος
IDX:
21941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21942
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Γεραίστιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Γεράστιος</span> .</div> </div><br><br>'}