Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γενούστης
γέντα
γεντιανή
γεντιὰς
γέντιμος
γέντο
γένυξ
γένυς
γεοειδής
γεοθαλπής
γεοκτείτης
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραίομαι
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γέραιρα
γεραίρω
View word page
γεοκτείτης
γεο-κτείτης, ου,
A). = γεωμόρος (?) (add.), ib. 3695b (Mysia).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεοκτείτης
Headword (normalized):
γεοκτείτης
Headword (normalized/stripped):
γεοκτειτης
IDX:
21930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21931
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεο-κτείτης</span>, <span class="itype greek">ου,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γεωμόρος</span> (?) (add.), ib.<span class="bibl"> 3695b </span> (Mysia).</div> </div><br><br>'}