Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεννικός
γεννοδότειρα
γεννόν
γένος
γενούστης
γέντα
γεντιανή
γεντιὰς
γέντιμος
γέντο
γένυξ
γένυς
γεοειδής
γεοθαλπής
γεοκτείτης
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραίομαι
γεραιός
γεραιότης
View word page
γένυξ
γένυξ· πέλεκυς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γένυξ
Headword (normalized):
γένυξ
Headword (normalized/stripped):
γενυξ
IDX:
21926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21927
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γένυξ·</span> <span class="foreign greek">πέλεκυς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}