Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γενναιότης
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γεννηματικός
γεννησιουργός
γέννησις
γεννήτειρα
γεννητέον
γεννητήρ
γεννητής
γεννητικός
γεννητός
γεννήτρια
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γεννόν
γένος
View word page
γεννητέον
γενν-ητέον
,
A).
one must produce, grow
,
Gal.
10.198
.
ShortDef
one must produce, grow
Debugging
Headword:
γεννητέον
Headword (normalized):
γεννητέον
Headword (normalized/stripped):
γεννητεον
IDX:
21909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21910
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γενν-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must produce, grow</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.198 </span>.</div> </div><br><br>'}