Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γενναῖος
γενναιότης
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γεννηματικός
γεννησιουργός
γέννησις
γεννήτειρα
γεννητέον
γεννητήρ
γεννητής
γεννητικός
γεννητός
γεννήτρια
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γεννόν
View word page
γεννήτειρα
γενν-ήτειρα, , fem. of γεννητήρ, Pl. Cra. 410c .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεννήτειρα
Headword (normalized):
γεννήτειρα
Headword (normalized/stripped):
γεννητειρα
IDX:
21908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γενν-ήτειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">γεννητήρ</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg005.perseus-grc1:410c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg005.perseus-grc1:410c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cra.</span> 410c </a>.</div><br><br>'}