Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γεννηματικός
γεννησιουργός
γέννησις
γεννήτειρα
γεννητέον
γεννητήρ
γεννητής
γεννητικός
γεννητός
γεννήτρια
γεννήτωρ
γεννικός
View word page
γεννησιουργός
γενν-ησιουργός
,
A).
=
γενεσιουργός
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γεννησιουργός
Headword (normalized):
γεννησιουργός
Headword (normalized/stripped):
γεννησιουργος
IDX:
21906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21907
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γενν-ησιουργός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γενεσιουργός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}