Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γεννηματικός
γεννησιουργός
γέννησις
γεννήτειρα
γεννητέον
γεννητήρ
γεννητής
γεννητικός
γεννητός
γεννήτρια
γεννήτωρ
View word page
γεννηματικός
γενν-ημᾰτικός, , όν,
A). = γεννητικός , J. BJ 4.8.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεννηματικός
Headword (normalized):
γεννηματικός
Headword (normalized/stripped):
γεννηματικος
IDX:
21905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21906
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γενν-ημᾰτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γεννητικός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:4:8:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:4:8:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">BJ</span> 4.8.3 </a>.</div> </div><br><br>'}