Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενή
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητικός
γενητός
γενιᾶς
γενικός
γενισμός
γέννᾰ
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
γέννας
γεννάω
View word page
γενιᾶς
γενιᾶς· ἔκγονος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γενιᾶς
Headword (normalized):
γενιᾶς
Headword (normalized/stripped):
γενιας
IDX:
21891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21892
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γενιᾶς·</span> <span class="foreign greek">ἔκγονος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}