Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γενετήσιος
γενετικός
γενέτιος
γένετις
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενή
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητικός
γενητός
γενιᾶς
γενικός
γενισμός
γέννᾰ
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
View word page
γενηματογραφία
γενημᾰτο-γρᾰφία, ,
A). sequestration, prob. in Wilcken Chr. 363 (ii A. D.).


ShortDef

sequestration

Debugging

Headword:
γενηματογραφία
Headword (normalized):
γενηματογραφία
Headword (normalized/stripped):
γενηματογραφια
IDX:
21887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21888
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γενημᾰτο-γρᾰφία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sequestration</span>, prob. in Wilcken <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 363 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}