Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
Γενεσιών
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
γενέτιος
γένετις
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενή
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητικός
View word page
γενέτιος
γενέτ-ιος, (sc. μήν), name of month at Halos, IG 9(2).109a74 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γενέτιος
Headword (normalized):
γενέτιος
Headword (normalized/stripped):
γενετιος
IDX:
21879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21880
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γενέτ-ιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> (sc. <span class="foreign greek">μήν</span>), name of month at Halos, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(2).109a74 </span>.</div><br><br>'}