Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γενέθλιος
γενεθλίωμα
γένεθλον
γενειάζω
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γενειόλης
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεός
γενεσιακός
γενεσιαλόγος
γενεσιάρχης
γενεσιαρχικός
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
View word page
γενειόλης
γενει-όλης, ου, ,
A). = γενειάτης , Hdn.Gr. 2.638 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γενειόλης
Headword (normalized):
γενειόλης
Headword (normalized/stripped):
γενειολης
IDX:
21859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γενει-όλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γενειάτης</span> , Hdn.Gr. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:2:638" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:2.638/canonical-url/"> 2.638 </a>.</div> </div><br><br>'}