Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γενέθλη
γενεθλήϊος
γενέθλια
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιάλογος
γενεθλίδιος
γενεθλιολόγος
γενέθλιος
γενεθλίωμα
γένεθλον
γενειάζω
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
View word page
γενεθλιολόγος
γενεθλιολόγος,
A). = γενεθλιαλ- , Hsch. s.v. ἀστρολόγος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γενεθλιολόγος
Headword (normalized):
γενεθλιολόγος
Headword (normalized/stripped):
γενεθλιολογος
IDX:
21848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γενεθλιολόγος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γενεθλιαλ-</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀστρολόγος</span> .</div> </div><br><br>'}