Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γελωτός
γελώων
γεμίζω
γέμισμα
γεμιστός
γέμμα
γέμματα
γέμος
γεμόω
γεμπός
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
View word page
γέμματα
γέμματα· ἱμάτια, Hsch. (vέμμ-, cf. εἷμα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γέμματα
Headword (normalized):
γέμματα
Headword (normalized/stripped):
γεμματα
IDX:
21822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21823
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γέμματα·</span> <span class="foreign greek">ἱμάτια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">vέμμ-</span>, cf. <span class="foreign greek">εἷμα</span>).</div><br><br>'}