Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοιώδης
γελοίων
γέλουτρον
γελοωμιλία
γελσόν
Γελχάνος
γέλως
γελωτῖνος
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γελωτός
γελώων
γεμίζω
γέμισμα
γεμιστός
View word page
γελωτῖνος
γελωτῖνος· καταγέλαστος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γελωτῖνος
Headword (normalized):
γελωτῖνος
Headword (normalized/stripped):
γελωτινος
IDX:
21810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21811
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γελωτῖνος·</span> <span class="foreign greek">καταγέλαστος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}