Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γελοιαστικός
γελοιάω
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοιώδης
γελοίων
γέλουτρον
γελοωμιλία
γελσόν
Γελχάνος
γέλως
γελωτῖνος
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γελωτός
γελώων
γεμίζω
View word page
Γελχάνος
Γελχάνος (i. e. vελχ-), title of Zeus in Crete, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Γελχάνος
Headword (normalized):
γελχάνος
Headword (normalized/stripped):
γελχανος
IDX:
21808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21809
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Γελχάνος</span> (i. e. <span class="foreign greek">vελχ-</span>), title of Zeus in Crete, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}