Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοιάω
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοιώδης
γελοίων
γέλουτρον
γελοωμιλία
γελσόν
Γελχάνος
γέλως
γελωτῖνος
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γελωτός
γελώων
View word page
γελσόν
γελσόν·
ἀτυχές
,
Hsch.
γελυνμάξαι·
γελοιάσαι
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γελσόν
Headword (normalized):
γελσόν
Headword (normalized/stripped):
γελσον
IDX:
21807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21808
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γελσόν·</span> <span class="foreign greek">ἀτυχές</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γελυνμάξαι·</span> <span class="foreign greek">γελοιάσαι</span>, Id.</div><br><br>'}