Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γελοδυτία
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοιάω
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοιώδης
γελοίων
γέλουτρον
γελοωμιλία
γελσόν
Γελχάνος
γέλως
γελωτῖνος
γελωτοποιέω
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
View word page
γελοίων
γελοίων, γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, v. sub γελάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γελοίων
Headword (normalized):
γελοίων
Headword (normalized/stripped):
γελοιων
IDX:
21804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21805
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γελοίων</span>, <span class="orth greek">γελοίωντες</span>, <span class="orth greek">γελόω</span>, <span class="orth greek">γελόωντες</span>, v. sub <span class="foreign greek">γελάω</span>.</div><br><br>'}