γέλγις
γέλγις, ἡ, gen. γέλγι<*>θος, also γέλγιος and -ιδος (in codd. freq. with false accent γελγίς, γελγίθος, etc., but cf. Hdn.Gr. 1.87 ): pl.
A). γέλγεις HP 7.4.11 , CP 1.4.5 :—head of garlic, and in pl., the cloves which compose it, ἡ γέλγις διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις HP 7.4.12 , cf. Nat.Mul. 77 ; πότιμοι γέλγῑθες AP 6.232 ( ).