Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γελάσκω
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελαστύς
γελάω
γέλγει
γέλγη
γελγηθεύειν
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γέλεα
Γελέοντες
γελίκη
Γελλώ
View word page
γέλγει
γέλγει· βαπτίζει, χρωματίζει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γέλγει
Headword (normalized):
γέλγει
Headword (normalized/stripped):
γελγει
IDX:
21783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21784
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γέλγει·</span> <span class="foreign greek">βαπτίζει, χρωματίζει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}