Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεῖσος
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γείταινα
γείτη
γειτνέω
γειτνία
γειτνιάζω
γειτνιακός
γειτνίαμα
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
γειτονεία
γειτονεύω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτόνησις
γειτονία
γειτονιάω
View word page
γειτνίαμα
γειτνί-ᾱμα, ατος, τό,
A). gloss on γειτόνημα , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γειτνίαμα
Headword (normalized):
γειτνίαμα
Headword (normalized/stripped):
γειτνιαμα
IDX:
21751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γειτνί-ᾱμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">γειτόνημα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}