Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεῖσα
γεισήπους
γείσιον
γεισόλογχος
γεῖσον
γεῖσος
γεισόω
γείσωμα
γείσωσις
γείταινα
γείτη
γειτνέω
γειτνία
γειτνιάζω
γειτνιακός
γειτνίαμα
γειτνίασις
γειτνιάω
γείτνιος
γειτονεία
γειτονεύω
View word page
γείτη
γείτη· βάμματα ἐξ ἐρίων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γείτη
Headword (normalized):
γείτη
Headword (normalized/stripped):
γειτη
IDX:
21746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21747
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γείτη·</span> <span class="foreign greek">βάμματα ἐξ ἐρίων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}