Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γεγωνίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γεγώς
γέεννα
γέη
γεηπόνος
γεήοχος
γεηρός
γειαρότης
γειδάριον
γεῖθρον
γεϊκός
γείνομαι
γειόθεν
γειοκόμος
γειομόρος
γειοπόνος
γειοτόμος
γειοφόρος
γεῖσα
View word page
γειδάριον
γειδάριον
,
τό
,
A).
=
γαϊδάριον
,
BGU
377
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γειδάριον
Headword (normalized):
γειδάριον
Headword (normalized/stripped):
γειδαριον
IDX:
21726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21727
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γειδάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γαϊδάριον</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 377 </span>.</div> </div><br><br>'}