Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γέγωνα
γεγωναί
γεγώνησις
γεγωνητέον
γεγωνίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γεγώς
γέεννα
γέη
γεηπόνος
γεήοχος
γεηρός
γειαρότης
γειδάριον
γεῖθρον
γεϊκός
γείνομαι
γειόθεν
γειοκόμος
γειομόρος
View word page
γεηπόνος
γεη-πόνος, γεη-πονικός, γεη-πονία, ,
A). v. γεωπ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεηπόνος
Headword (normalized):
γεηπόνος
Headword (normalized/stripped):
γεηπονος
IDX:
21722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21723
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεη-πόνος</span>, <span class="orth greek">γεη-πονικός</span>, <span class="orth greek">γεη-πονία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γεωπ-</span> .</div> </div><br><br>'}