Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γεγηθότως
γέγλανται
γεγυμνωμένως
γέγωνα
γεγωναί
γεγώνησις
γεγωνητέον
γεγωνίσκω
γεγωνοκώμη
γεγωνός
γεγώς
γέεννα
γέη
γεηπόνος
γεήοχος
γεηρός
γειαρότης
γειδάριον
γεῖθρον
γεϊκός
γείνομαι
View word page
γεγώς
γεγώς, ῶσα, ώς,
A). v. γίγνομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεγώς
Headword (normalized):
γεγώς
Headword (normalized/stripped):
γεγως
IDX:
21719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21720
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γεγώς</span>, <span class="itype greek">ῶσα</span>, <span class="itype greek">ώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γίγνομαι</span> .</div> </div><br><br>'}