Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
γαστροβόρος
γαστροειδής
γαστροιΐς
γαστροκνήμη
γαστρολογία
γαστρομαντεύομαι
γαστρονομία
γαστροπίων
γαστρόπτης
γαστρορραφία
γαστρόρροια
γαστροτόμος
γαστροφορέω
γαστροφόρος
γαστροχάρυβδις
γαστρόχειρ
γαστρώδης
View word page
γαστρονομία
γαστρο-νομία,
A). v. γαστρολογία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαστρονομία
Headword (normalized):
γαστρονομία
Headword (normalized/stripped):
γαστρονομια
IDX:
21672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21673
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαστρο-νομία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γαστρολογία</span> .</div> </div><br><br>'}