Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαρότας
γάρρα
γάσσα
γαστεροπλήξ
γαστερόχειρ
γαστήρ
γάστρα
γαστραία
γαστραφέτης
γαστρήσιος
γαστρίαν
γαστρίδιον
γαστρίδουλος
γαστρίζω
γαστριμαργέω
γαστριμαργία
γαστρίμαργος
γαστρίον
γάστρις
γαστρισμός
γαστροβαρής
View word page
γαστρίαν
γαστρίαν· στρόφον ἢ διάνοιαν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαστρίαν
Headword (normalized):
γαστρίαν
Headword (normalized/stripped):
γαστριαν
IDX:
21655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21656
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαστρίαν·</span> <span class="foreign greek">στρόφον ἢ διάνοιαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}