Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γάργα
γαργαίρω
γάργαλα
γαργάλη
γαργαλής
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργανον
γάργαρα
γαργαρεών
γαργαρής
γαργαρίζω
γαργαρισμός
γαργαριστέον
γαργάρται
γαρέλαιον
γαρηρόν
γαρῖνος
γάριον
γαρίσκος
γαριτικός
View word page
γαργαρής
γαργαρής· θόρυβος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαργαρής
Headword (normalized):
γαργαρής
Headword (normalized/stripped):
γαργαρης
IDX:
21630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21631
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαργαρής·</span> <span class="foreign greek">θόρυβος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}