Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαοργέω
γάπεδον
γαπελεῖν
γάποτος
γάπτωμα
γάρ
γάραβος
γαράριον
γάργα
γαργαίρω
γάργαλα
γαργάλη
γαργαλής
γαργαλίζω
γαργαλισμός
γάργανον
γάργαρα
View word page
γάραβος
γάραβος· ὀλολυγών, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γάραβος
Headword (normalized):
γάραβος
Headword (normalized/stripped):
γαραβος
IDX:
21618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γάραβος·</span> <span class="foreign greek">ὀλολυγών</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}