Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γανδάνειν
γάδος
γάννος
γάννυα
γάνος
γάνος
γανόω
γάνυμαι
γανύματα
γανύσκομαι
γανυτελεῖν
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαοργέω
γάπεδον
γαπελεῖν
γάποτος
View word page
γανυτελεῖν
γανυτελεῖν· γανοπετεῖν, ἡδύσματα ποιεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γανυτελεῖν
Headword (normalized):
γανυτελεῖν
Headword (normalized/stripped):
γανυτελειν
IDX:
21605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21606
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γανυτελεῖν·</span> <span class="foreign greek">γανοπετεῖν, ἡδύσματα ποιεῖν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}