Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Γαμίλιος
γάμιος
γαμίσκω
γάμμα
γαμματίσκιον
γαμμοειδής
γαμοδαίσια
γαμοκλοπέω
γαμοκλόπος
γαμοποιΐα
γαμόρος
γάμος
γαμοστολέω
γαμοστολικός
γαμοστόλος
γαμοτελεῖν
γαμφαί
γαμφηλαί
γαμψός
γαμψότης
γαμψόω
View word page
γαμόρος
γᾱμόρος
,
ὁ
, Dor. for
γημόρος
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γαμόρος
Headword (normalized):
γαμόρος
Headword (normalized/stripped):
γαμορος
IDX:
21576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21577
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾱμόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">γημόρος</span> (q.v.).</div><br><br>'}