Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλωνές
γαμάλη
γαμβρά
γαμβρεύω
γάμβριον
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γᾶμεν
γαμετή
γαμέτης
γαμετρία
γαμέω
γαμήγυρις
View word page
γαμβροκτόνος
γαμβρο-κτόνος, ον,
A). bridegroom-slaying, Lyc. 161 .


ShortDef

bridegroom-slaying

Debugging

Headword:
γαμβροκτόνος
Headword (normalized):
γαμβροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
γαμβροκτονος
IDX:
21546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21547
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαμβρο-κτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bridegroom-slaying</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 161 </span>.</div> </div><br><br>'}