Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γάλμινος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλωνές
γαμάλη
γαμβρά
γαμβρεύω
γάμβριον
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γᾶμεν
γαμετή
γαμέτης
γαμετρία
γαμέω
View word page
γάμβριον
γάμβριον· τρύβλιον, Hsch. γάμβρια· δῶρα ἢ δεῖπνα γαμβροῦ, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γάμβριον
Headword (normalized):
γάμβριον
Headword (normalized/stripped):
γαμβριον
IDX:
21545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γάμβριον·</span> <span class="foreign greek">τρύβλιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γάμβρια·</span> <span class="foreign greek">δῶρα ἢ δεῖπνα γαμβροῦ</span>, Id.</div><br><br>'}