Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γαλλιώτας
γαλλομανής
Γάλλος
γάλμινος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλωνές
γαμάλη
γαμβρά
γαμβρεύω
γάμβριον
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γᾶμεν
γαμετή
View word page
γαμάλη
γαμάλη·
κάμηλος
(Chald.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γαμάλη
Headword (normalized):
γαμάλη
Headword (normalized/stripped):
γαμαλη
IDX:
21542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21543
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαμάλη·</span> <span class="foreign greek">κάμηλος</span> (Chald.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}