Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλλιστὶ
γαλλιώτας
γαλλομανής
Γάλλος
γάλμινος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλωνές
γαμάλη
γαμβρά
γαμβρεύω
γάμβριον
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γᾶμεν
View word page
γαλωνές
γαλωνές· χρῶμα ἵππων τὸ ὀνοειδές, EM 220.32 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαλωνές
Headword (normalized):
γαλωνές
Headword (normalized/stripped):
γαλωνες
IDX:
21541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαλωνές·</span> <span class="foreign greek">χρῶμα ἵππων τὸ ὀνοειδές</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:220:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:220.32/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 220.32 </a>.</div><br><br>'}