Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γαλιοβραχίων
γάλιον
γάλις
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλερίας
γάλλι
γάλλια
γαλλιαμβικὸν
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλιστὶ
γαλλιώτας
γαλλομανής
Γάλλος
γάλμινος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
View word page
γαλλικός
γαλλικός
,
ή
,
όν
, perh.
A).
gelded,
POxy.
1836
(v/vi A. D.).
ShortDef
gelded
Debugging
Headword:
γαλλικός
Headword (normalized):
γαλλικός
Headword (normalized/stripped):
γαλλικος
IDX:
21530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21531
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαλλικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gelded,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1836 </span> (v/vi A. D.).</div> </div><br><br>'}