Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλιάω
γαλιδεύς
γάλινθοι
γαλιοβραχίων
γάλιον
γάλις
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλερίας
γάλλι
γάλλια
γαλλιαμβικὸν
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλιστὶ
γαλλιώτας
γαλλομανής
Γάλλος
γάλμινος
γαλουργέω
γαλουχέω
View word page
γάλλια
γάλλια· ἔντερα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γάλλια
Headword (normalized):
γάλλια
Headword (normalized/stripped):
γαλλια
IDX:
21527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21528
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γάλλια·</span> <span class="foreign greek">ἔντερα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}