Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαληόψις
γαληρός
γαλία
γαλιάγκων
γαλίαι
γαλιάω
γαλιδεύς
γάλινθοι
γαλιοβραχίων
γάλιον
γάλις
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλερίας
γάλλι
γάλλια
γαλλιαμβικὸν
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλιστὶ
γαλλιώτας
View word page
γάλις
γάλις· γαλαός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γάλις
Headword (normalized):
γάλις
Headword (normalized/stripped):
γαλις
IDX:
21522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γάλις·</span> <span class="foreign greek">γαλαός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}