Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαληνότης
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
γαλία
γαλιάγκων
γαλίαι
γαλιάω
γαλιδεύς
γάλινθοι
γαλιοβραχίων
γάλιον
γάλις
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλερίας
γάλλι
γάλλια
γαλλιαμβικὸν
γαλλιάριος
γαλλικός
View word page
γαλιοβραχίων
γᾰλῐοβρᾰχίων [χῑ],
A). = γαλιάγκων , coined by Gal. 19.90 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαλιοβραχίων
Headword (normalized):
γαλιοβραχίων
Headword (normalized/stripped):
γαλιοβραχιων
IDX:
21520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21521
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰλῐοβρᾰχίων</span> [<span class="foreign greek">χῑ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γαλιάγκων</span> , coined by <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.90 </span>.</div> </div><br><br>'}