Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαληνισμός
γαληνοβάτης
γαληνός
γαληνότης
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
γαλία
γαλιάγκων
γαλίαι
γαλιάω
γαλιδεύς
γάλινθοι
γαλιοβραχίων
γάλιον
γάλις
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλερίας
γάλλι
γάλλια
View word page
γαλιάω
γαλιάω,
A). = ἀκολασταίνω , Com.Adesp. 967 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαλιάω
Headword (normalized):
γαλιάω
Headword (normalized/stripped):
γαλιαω
IDX:
21517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαλιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀκολασταίνω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 967 </span>.</div> </div><br><br>'}