Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλήνιος
γαληνισμός
γαληνοβάτης
γαληνός
γαληνότης
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
γαλία
γαλιάγκων
γαλίαι
γαλιάω
γαλιδεύς
γάλινθοι
γαλιοβραχίων
γάλιον
γάλις
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλερίας
γάλλι
View word page
γαλίαι
γαλίαι· οἱ ὀνίσκοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαλίαι
Headword (normalized):
γαλίαι
Headword (normalized/stripped):
γαλιαι
IDX:
21516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21517
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαλίαι·</span> <span class="foreign greek">οἱ ὀνίσκοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}