Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαληναῖος
γαλήνειᾰ
γαλήνη
γαληνής
γαληνιάζω
γαληνιάω
γαληνίδιον
γαληνίζω
γαλήνιος
γαληνισμός
γαληνοβάτης
γαληνός
γαληνότης
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
γαλία
γαλιάγκων
γαλίαι
γαλιάω
γαλιδεύς
View word page
γαληνοβάτης
γᾰληνοβάτης [βᾰ],, in pl., epith. of demons, PMag.Par. 1.1364 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαληνοβάτης
Headword (normalized):
γαληνοβάτης
Headword (normalized/stripped):
γαληνοβατης
IDX:
21508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21509
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰληνοβάτης</span> [<span class="foreign greek">βᾰ],</span>, in pl., epith. of demons, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.1364 </span>.</div><br><br>'}