Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γαλέη
γαλεόβδολον
γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώδης
γαλεώνυμος
γαλεώτης
γαλῆ1
γάλη2
γαληναίη
γαληναῖος
γαλήνειᾰ
γαλήνη
γαληνής
γαληνιάζω
γαληνιάω
γαληνίδιον
γαληνίζω
γαλήνιος
View word page
γάλη2
γάλη·
ἐξέδρας εἶδος, καὶ ἐν ᾗ
(leg.
γαλῆ
)
γαλέα τὸ ζῷον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γάλη2
Headword (normalized):
γάλη
Headword (normalized/stripped):
γαλη2
IDX:
21496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21497
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γάλη·</span> <span class="foreign greek">ἐξέδρας εἶδος, καὶ ἐν ᾗ</span> (leg. <span class="foreign greek">γαλῆ</span>)<span class="foreign greek"> γαλέα τὸ ζῷον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}