Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γαλέαγρος
γαλέη
γαλεόβδολον
γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώδης
γαλεώνυμος
γαλεώτης
γαλῆ1
γάλη2
γαληναίη
γαληναῖος
γαλήνειᾰ
γαλήνη
γαληνής
γαληνιάζω
γαληνιάω
γαληνίδιον
γαληνίζω
View word page
γαλῆ1
γαλῆ
,
ἡ
, contr. for
γαλέη
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γαλῆ1
Headword (normalized):
γαλῆ
Headword (normalized/stripped):
γαλη1
IDX:
21495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21496
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαλῆ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, contr. for <span class="foreign greek">γαλέη</span> (q. v.).</div><br><br>'}