Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γάλβινα
γαλεάγκων
γαλεάγρα
γαλέαγρος
γαλέη
γαλεόβδολον
γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώδης
γαλεώνυμος
γαλεώτης
γαλῆ1
γάλη2
γαληναίη
γαληναῖος
γαλήνειᾰ
γαλήνη
γαληνής
γαληνιάζω
View word page
γαλεώδης
γαλεώδης,
A). v. γαλεοειδής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαλεώδης
Headword (normalized):
γαλεώδης
Headword (normalized/stripped):
γαλεωδης
IDX:
21492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαλεώδης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γαλεοειδής</span> .</div> </div><br><br>'}